Ήθη και Έθιμα Χριστουγγένων-Πρωτοχρονιάς και Φώτων στον Πόντο

Ο Χειμώνας που σε διάφορα µέρη του Πόντου λέγεται ο Χειµός ή Χειµωγκός περιλαμβάνει τους μήνες Δεκέµβριο = Χριστιαννάρτς, Ι α ν ο υ ά ρ ι ο=Κ α λ α ν τ ά ρ τ ς , Φεβρουάριο = Κούντουρο. Στον Πόντο ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς, σταματούσαν οι εξωτερικές δουλειές, γύριζαν οι ξενιτεμένοι. Τα βράδια συνήθως τα περνούσαν σε σπίτια, κάνοντας τα νυχτέρια ή βεγγέρες, που στον Πόντο λεγόντουσαν Παρακάθια.

Μα πιο πολύ περίμεναν τα Καλαντόφωτα για να κάνουν τα διάφορα μυστήρια, βαφτίσια, αρραβώνες, γάµους και άλλες γιορτές, γιατί τότε ήταν όλοι µαζεμένοι στο χωριό και ερχόντουσαν οι ξενιτεμένοι. Καλαντόφωτα οι πρόγονοι µας έλεγαν τις γιορτές από τα Χριστούγεννα μέχρι την ημέρα των Φώτων, ή και Δωδεκαήμερο. Με μεγάλη χαρά θα ετοιμαζόντουσαν να δεχτούν τη γέννηση του Θεανθρώπου. Την Παραμονή των Χριστουγέννων σταματούσαν κάθε εξωτερική δουλειά και θα συμπλήρωναν τις ετοιμασίες για τη μεγάλη γιορτή.

ΚΑΛΑΝΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΓΕΝΩΝ

 

Χριστός ’γεννέθεν χαράν ’ς σον κόσμον, χα καλή ώρα, καλή σ’ ημέρα.
Χα καλόν παιδίν οψέ ’γεννέθεν, οψέ ’γεννέθεν, ουρανοστάθεν.
Τον εγέννεσεν η Παναγία, τον ενέστεσεν (Αϊ Παρθένος-δις).
Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάριν κι εκατήβεν ’ς σο σταυροδρόμιν
Έρπαξαν Ατον οι χίλ’ Εβραίοι, οι χίλ’ Εβραίοι και μύριοι Εβραίοι.
Ας ακρεντικά κι ας σην καρδίαν αίμαν έσταξεν, χολή ’κ’ εφάνθεν.
Ούμπαν έσταξεν, και μύρος έτον, μύρος έτον και μυρωδία.
Εμυρίστεν ατο ο κόσμος όλεν, για μυρίστ’ ατο κι εσύ αφέντα.
Συ αφέντα, καλέ μ’ αφέντα.
Έρθαν τη Χριστού τα παλικάρα και θημίζ’νε τον νοικοκύρην,
Νοικοκύρη μ’ και βασιλέα.
Δέβα ’ς σο ταρέζ’ κι έλα ’ς σην πόρταν, δος μας ούβας και λεφτοκάρα
Κι αν αν’εις μας, χαράν ’ς σην πόρτα σ’.
(Καλά Χριστούγεννα και εις έτη πολλά και πάντα και του χρόνου)

Τη µέρα αυτή θα έβαζαν στο τζάκι το Χριστό κουρ’, που ήταν αλλού από µηλιά αλλού από αχλαδιά, αυτό ήταν ένα κούτσουρο κοµµένο ειδικά για τα Χριστούγεννα και θα άναβε στο τζάκι συνέχεια και τις τρεις µέρες των Χριστουγέννων, που τις έλεγαν, τα Χριστουήµερα. Την Παραμονή το απόγευμα τα παιδιά θα έλεγαν τα κάλαντα και οι νοικοκύρηδες θα τα φίλευαν µε διάφορα καλούδια (δώρα). Τα χαράματα θα χτύπαγε η καμπάνα και θα πήγαιναν όλοι στην εκκλησία. Η απόλυση γινότανε µε την ανατολή του ήλιου και η ημέρα ήταν αφιερωμένη στους ανθρώπους του σπιτιού, στην οικογένεια.

Όσο για το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, στον Πόντο και μάλιστα στην Αργυρούπολη και στα περίχωρα της, αλλά και αλλού, από την Παραμονή των Χριστουγέννων κρεμούσαν στο εικονοστάσι σταυρωτά κλαδιά φουντουκιάς ή καρυδιάς ή µόνο καρπούς. Αλλού το δέντρο ήταν από πεύκο ή έλατο και το στόλιζαν εκτός από νωπούς καρπούς και µε κλαδάκια ελιάς στα φύλλα της οποίας σφήνωναν «λεφτοκάρια» = φουντούκια. Αλλού έβαζαν «τσιµσίρ» = πυξάρι.

Και ερχόταν ο Ιανουάριος = Καλαντάρτς, θα έκαναν πάλι τις ίδιες ετοιμασίες, όπως την Παραμονή των Χριστουγέννων. Στο τζάκι τώρα θα έβαζαν ένα κούτσουρο, ειδικά κομµένο γι’ αυτή τη µέρα, που το έλεγαν το Καλαντοκούρ’ που ήταν ή από μηλιά ή αχλαδιά (ανάλογα µε το χωριό).

ΚΑΛΑΝΤΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ

Αρχή κάλαντα κι αρχή του χρόνου
Πάντα κάλαντα, πάντα του χρόνου
Αρχή μήλον έν’ κι αρχή κυδών έν’
Κι αρχή βάλσαμον το μυριγμένον
Εμυρίστεν ατο ο κόσμος όλεν
Για μυρίστ’ ατο κι εσύ αφέντα – καλέ μ’ αφέντα
Έρθαν καλά παιδία ’ς σην πόρταν – και ξαν ’ς σην πόρτα σ’
Άψον το κερί σ’ κι έλα ’ς σην πόρτα σ’
Χα μηλόπα, χα ξερά τζιρόπα – ξερά τζιρόπα
Χα ξερά, μαύρα κοκκυμελόπα – κοκκυμελόπα

Χρόνια πολλά, πάντα και του χρόνου!

Τον Γενάρη γινόντουσαν οι περισσότεροι γάµοι, γιατί τότε γύριζαν οι νέοι από την ξενιτιά και παράγγελναν στις αγαπημένες τους να τους περιμένουν,

Καλαντάρτς και νέον’ έτος / κόρ’ θα παίρωσε οφέτος.

Και τώρα όπως και τα Χριστούγεννα τα παιδιά θα γύριζαν στα σπίτια και θα έλεγαν τα κάλαντα.
(Τα κάλαντα τα έλεγαν και οι μεγάλοι, αλλά τα έσοδα τα έδιναν για τη λειτουργία των Σχολείων).
Σε μερικά χωριά την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά καβαλώντας κλαδιά από μηλιά, έμπαιναν θριαμβευτικά στο σπίτι φωνάζοντας:

«Χριστούγεννα και κάλαντα και Φώτα και καλός καιρός και καλοχρονία και καλοκαρπία και να ζουν ο πατέρας και η μητέρα και όλοι οι σπιτιανοί»

και ο νοικοκύρης τους έδινε φιλοδώρημα.
Αλλού ευχόντουσαν στο νοικοκύρη να αποκτήσει αρσενικά παιδιά και θηλυκά μοσχάρια.
Στην Τραπεζούντα τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα κρατώντας πολύχρωμα φανάρια , τα συμβολικά


«Αρχήµηνιά, κι αρχή χρονιά, κι αρχή καλός µας χρόνος».

Σε άλλα µέρη την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς ο αρχηγός της οικογένειας, άντρας ή γυναίκα «εκαλαντίαζεν τ’ οσπίτ’» σκορπίζοντας δηλαδή διάφορους καρπούς µέσα στο σπίτι και λέγοντας


«Άµον το ρούζ’νε αούτα τα καλά, αετσ’ πα να ρούζ’νε απές΄ σ΄οσπίτ΄ ν΄εµουν τ΄ευλοϊας και τα καλοσύνας».

Επίσης γυναίκες πήγαιναν δώρα στη βρύση του χωριού ή στο ποτάµι για να πάρουν το καλαντόνερο. Πήγαιναν και γύριζαν αµίλητες και µε αυτό ράντιζαν το σπίτι και έπιναν και λίγο, για να έρθει η ευλογία στο σπίτι . Την παραµονή το βράδυ της Πρωτοχρονιάς στα σπίτια ήταν συγκεντρωµένα όλα τα µέλη της οικογένειας ή και συγγενικά ή και φιλικά πρόσωπα. Το τραπέζι το έστρωνε η νύφη, κι αν δεν υπήρχε, η πρωτοκόρη και ο αρχηγός της οικογένειας έδινε φιλοδώρημα.

Το καλαντόνερον

Καλαντόνερον ονομαζόταν το πρώτο νερό που έπαιρναν τα μεσάνυχτα της Πρωτοχρονιάς από την βρύση, την πηγή ή το πηγάδι από όπου προμηθεύονταν το πόσιμο νερό. Της λήψης του καλαντόνερου προηγούνταν το καλαντίασμαν της βρύσης. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα τοποθετούσαν κοντά ‘ς σο πεγάδ’ (βρύση) διάφορα δώρα όπως ξηρούς καρπούς (λεφτοκάρα, καρύδα, σύκα) στάρι, γλυκά, μήλα, κυδώνια, κ.λ.π. λέγοντας την ευχή: Κάλαντα και καλός καιρός, πάντα και του χρόνου. Αυτός που έπαιρνε το νερό, μέχρι να το πάει στο σπίτι δεν κοιτούσε πίσω του ούτε μιλούσε σε κανέναν. Έπινε όλη η οικογένεια από λίγο και ράντιζαν το σπίτι, την αυλή, τις αποθήκες, τα ζώα, τα χωράφια κ.λ.π.
Τα μεσάνυχτα ο αρχηγός της οικογένειας έπαιρνε καρύδια, αλλού φουντούκια και ρίχνοντας στις τέσσερις γωνίες του σπιτιού έλεγε: «Ευτυχισμένο το Νέο Έτος! Εδέβεν η κακοχρονία και έρθεν η καλοχρονία». Στη συνέχεια έκοβε την πίτα που είχε µέσα ένα νόµισµα, αφού τη σταύρωνε τρεις φορές µε το μαχαίρι, το πρώτο κοµµάτι το αφιέρωνε στον πολιούχο Άγιο της ενορίας και το έβαζε στο εικονοστάσι. Αλλού έλεγαν: «Κάλαντα καλός καιρός, τα πάντα και του χρόνου». Το τραπέζι μετά το δείπνο έπρεπε να μείνει «Γουρεµένον» δηλαδή στρωμένο «ίδια να έλθουν να τρων απ΄ εμάς καλλίον που είναι» δηλαδή οι μάγισσες για να µη βλάψουν το σπίτι. Σε άλλα μέρη έβαζαν στη στέγη του σπιτιού ένα δίσκο µε φαγητά για να φάνε οι «µάισσες» «οι απ’ εμάς καλοί».

Την 1η Ιανουαρίου όπως και την 1η Σεπτεµβρίου δεν επιτρεπόταν σε κανένα η είσοδος στο σπίτι, προτού µπει ο παπάς για να κάνει αγιασμό. Αυτές τις µέρες δεν έδιναν φωτιά έξω από το σπίτι, τα κορίτσια ψαλλίδιζαν τις άκρες των μαλλιών τους για να αυξηθούν περισσότερο. Ακόμη πίστευαν ότι την Πρωτοχρονιά δεν έπρεπε κανείς να κλαίει, γιατί θα έκλαιγε όλη τη χρονιά.

Ένα άλλο έθιμο, που ήταν πολύ αγαπητό στον Πόντο, συνδεδεμένο µε το Δωδεκαήµερο και ιδιαίτερα την Πρωτοχρονιά, ήταν «οι Μωµόγεροι» .Τα Μωµογέρια άρχιζαν την Πρωτοχρονιά και παρατείνονταν περιοδικώς µέχρι των Απόκρεω.

Στη διάρκεια του Δωδεκαηµέρου εκτός από τους Μωμόγερους εμφανίζονταν και τα Πιζήαλα δηλαδή οι καλικάτζαροι.

Τα πίζηλα (καλικάντζαροι)

Όπως σε όλα τα μέρη της Ελλάδας έτσι και στον Πόντο πίστευαν, ότι το Δωδεκαήμερο (Από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα) βγαίνουν τα πίζηλα (οι καλικάντζαροι) και ενοχλούν τους ανθρώπους. Ιδιαίτερα ενοχλούσαν τα παιδιά και ιδίως τα αβάπτιστα, τις λεχώνες, τις νεόνυμφες και γενικά αδύναμα άτομα. Προκαλούσαν ζημιές στα πράγματα του σπιτιού, στα ζώα και στους αγρούς. Για να προστατευθούν απέφευγαν να κάνουν νυχτερινές δουλειές έξω από το σπίτι και να πετάξουν νερά έξω το βράδυ. Επίσης για να μην πλησιάζουν έλεγαν ψιθυριστά διάφορες προσευχές. Τα πίζηλα εξαφανίζονταν τα Φώτα με τον αγιασμό των υδάτων για να επιστρέψουν και πάλι τα Χριστούγεννα. Ανάλογα με την περιοχή ονομάζονται και πίζουλα, πίζελα και πιζήαλα.

Φώτα ή Θεοφάνεια

Τα Φώτα ή Θεοφάνεια ήταν και είναι μια από τις πιο λαμπρές γιορτές της χριστιανοσύνης. Με τη γιορτή αυτή κλείνει το Δωδεκαήμερο. Έτσι στον Πόντο, όταν επρόκειτο να δηλώσουν κάποιοι γνωστά πράγματα, τους απαντούσαν.

“Σ’ έμπαν είν’ τα κάλαντα και σ’ έξ’ τα Φώτα”,

δηλ. στην είσοδο του Γενάρη είναι η Πρωτοχρονιά και στις έξι τα Θεοφάνεια.
Η λέξη Φώτα παράγεται από το ουσιαστικό φως και δηλώνει την γιορτή των Θεοφανείων. Η γενική τη Φωτός χρησιμοποιείται σαν επίρρημα και σημαίνει κατά την γιορτή των φώτων.
Στις Αμισό, Ινέπολη, Οινόη (Ούνγια) και στα Σούρμενα λέγανε το Φώτισμα, στις Κερασούντα, Κοτύωρα (Ορντού), Σάντα και στην Τραπεζούντακαι λέγανε το Φώτιγμαν και στη Χαλδία το Φώτιμαν.
Όλες οι λέξεις είχαν τις σημασίες: λάμψη, βάπτισμα, αγιασμός με το νερό που αγιάσθηκε.
Η λέξη “τα φώτα” σήμαινε τη βάφτιση του Χριστού, το φώτισμαν και σήμαινε: το φώτισμα και το ράντισμα με αγιασμό. Η λέξη «φωτίσα» σήμαινε τα βαφτίσια.

Στις 5 του Γενάρη παραμονή των φώτων γινόταν ο αγιασμός των υδάτων μόνο μέσα στην εκκλησία και πάνω σε μια εξέδρα στολισμένη με κλαδιά. Κατόπιν ο παπάς γυρνούσε στα σπίτια και τ’ αγνίαζε με την αγιαστούρα του, ψάλλοντας το τροπάριο “Εν Ιορδάνη…”, ενώ οι πιστοί έριχναν κέρματα “απές σο παρχάτσ'”, που κρατούσε ένας μικρός, που συνόδευε τον παπά.
Στον Πόντο έλεγαν σχετικά ότι αυτή την μέρα στον Ιορδάνη ποταμό, άνοιξε ο ουρανός και το Άγιο Φως κατέβηκε σαν πουλί πάνω από το Χριστό:

“Σον Ιορδανοπόταμον ο ουρανόν ενοί(γ)εν
Και τ’ Αεφώς άμον πουλίν σον Χριστόν εκατήβεν”

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έθιμα των ποντιακών Φώτων ήταν το μνημόσυνο των νεκρών που γινόταν την Παραμονή της γιορτής των Θεοφανίων.
Σε κάθε σπίτι άναβαν τόσα κεριά, όσα ήταν τα μέλη της οικογένειας που είχαν εκδημήσει, και ένα για εκείνον το ξένο που δεν είχε κανέναν σ’ αυτόν τον κόσμο. Για να μην ξεχνούν οι νεότεροι το χρέος τους στους παλιότερους, έγκαιρα τους μάθαιναν ένα τετράστιχο με τις βασικές επιθυμίες των τεθνεώτων:

Τα Φώτα θέλω το κερί μ’
και Των Ψυχών κοκκία (κόλυβα)
και την Μεγάλ’ Παρασκευήν
έναν μαντήλιν δάκρυα!

Τα Θεοφάνεια με τον μεγάλο αγιασμό ράντιζαν τα σπαρτά. Στη Σάντα, που την αποτελούσαν επτά ενορίες γι’ αυτό και ονομαζόταν και «Επτάκοσμος» τα Θεοφάνια, η πρωτότοκος κόρη ζύμωνε την «Αλυκόν πίταν» από καλαμποκίσιο αλεύρι, κομμάτια της οποίας οι ανύπαντρες έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι για να δουν ποιον θα παντρευτούν.

Τα ήθη αυτά και τα έθιμα των Ελλήνων του Π ό ν τ ο υ , τ α παρατήρησαν και τα μελέτησαν πολλοί επιστήμονες, αποδεικνύοντας έτσι τη συνέχεια της παράδοσης από τα παλιά χρόνια στο Βυζάντιο και από το Βυζάντιο στον Πόντο. Οι Έλληνες του Πόντου διασκέδαζαν λοιπόν διατηρώντας τα πανάρχαια ήθη και έθιμα των προγόνων µας, που πίστευαν ότι

« Β ί ο ς ανεόρταστος, µακρά οδός απανδόκευτος»

Δηλαδή ζωή χωρίς γιορτές είναι μεγάλος δρόμος χωρίς πανδοχείο.

You might also like

This website uses cookies to improve your experience. We'll assume you're ok with this, but you can opt-out if you wish. Accept Read More